- παρεγκύκλημα
- παρεγκύκλημαsomething added to a dramaneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεγκύκλημα — τὸ, Α 1. εμβόλιμο διαλογικό ή χορικό μέρος ανάμεσα στα επεισόδια ενός δράματος 2. σκηνικές οδηγίες γραμμένες από γραφέα ή σχολιαστή στο περιθώριο χειρογράφου ενός δραματικού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκύκλημα] … Dictionary of Greek
παρεγκυκλήματα — παρεγκύκλημα something added to a drama neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)